- εισπορεύομαι
- εἰσπορεύομαι (Α)1. οδηγώ, εισάγω2. (μέσ. και παθ.) πορεύομαι, εισέρχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσπορεύομαι — εἰσπορεύω lead in pres ind mp 1st sg εἰσπορεύω lead in pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισπορεύομαι — Α εισπορεύομαι*, μπαίνω μέσα αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσπορεύομαι «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προεισπορεύομαι — Α προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
συνεισπορεύομαι — Α συνεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
ՄՏԱՆԵՄ — (մտի, մո՛ւտ, մտէ՛ք.) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c չ. ՄՏԱՆԵՄ տե՛ս եւ ՄՏԵՄ, մտայ. εἱσέρχομαι , εἵσειμι, εἱσπορέομαι, ἑμβαίνω, εἱσάγομαι intro, introeo, ingredior, introducor, inducor διαδύνω penetro եւն. Մուտ առնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)